- πετρελαιοκίνητος
- -η, -ο, Ν(για πλοία, οχήματα, μηχανές) αυτός που κινείται με πετρελαιομηχανή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πετρέλαιο + κινητός (< κινώ), πρβλ. μηχανο-κίνητος. Η λ., στο ουδ. πετρελαιοκίνητα, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.